θεομανής

θεομανής
-ές (Α θεομανής, -ές)
αυτός που έγινε μανιακός, παράφρων από θεό, ο δαιμονισμένος («θεομανεῖ λύσση» — με μανία που στάλθηκε από τους θεούς, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -μανής (< θ. μαν τού μαίνομαι, πρβλ. παθ. αόρ. β' ε-μάνην), πρβλ. γυναι-μανής, μονο-μανής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θεομανής — maddened by the gods masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεομανές — θεομανής maddened by the gods masc/fem voc sg θεομανής maddened by the gods neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεομανώ — θεομανῶ, έω (Α) [θεομανής] είμαι θεομανής …   Dictionary of Greek

  • θεομανεῖ — θεομανέω to be pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) θεομανέω to be pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) θεομανής maddened by the gods masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) θεομανής maddened by the gods masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… …   Dictionary of Greek

  • γραφομανής — ές αυτός που έχει τη μανία να γράφει συνεχώς και μάλιστα για ασήμαντα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράφω + μανής < (θ.) μαν , μαίνομαι (πρβλ. ανδρομανής, θεομανής). Η λ. γραφομανείς πληθ. μαρτυρείται το 1897 από τον Άγγελο Βλάχο στην εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • ερωμανής — ές (AM ἐρωμανής, ές) ο ερωτομανής («ἐρωμανῆ... διάθεσιν πρὸς τὸ μειράκιον», Διόδ.) αρχ. αυτός που διεγείρει τον έρωτα («ἐρωμανῆ φίλτρα», Ορφ.). επίρρ... ἐρωμανῶς μσν. με μανία, με σφοδρή επιθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. ερωτής ονομ. του έρω ς + μανής… …   Dictionary of Greek

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • θεομανία — η (Α θεομανία) [θεομανής] (νεοελλ. 1. η κατάσταση τού θεομανούς 2. η θεϊκή έμπνευση, η θεοληψία αρχ. μανία σταλμένη από τους θεούς …   Dictionary of Greek

  • θεόργητος — θεόργητος, ον (Α) θεομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + όργητος (< οργος < οργή κατά τα άνοος > ανόητος, πρβλ. βαρυ όργητος, δυσ όργητος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”