θεομανής — maddened by the gods masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεομανές — θεομανής maddened by the gods masc/fem voc sg θεομανής maddened by the gods neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεομανώ — θεομανῶ, έω (Α) [θεομανής] είμαι θεομανής … Dictionary of Greek
θεομανεῖ — θεομανέω to be pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) θεομανέω to be pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) θεομανής maddened by the gods masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) θεομανής maddened by the gods masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek
γραφομανής — ές αυτός που έχει τη μανία να γράφει συνεχώς και μάλιστα για ασήμαντα πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γράφω + μανής < (θ.) μαν , μαίνομαι (πρβλ. ανδρομανής, θεομανής). Η λ. γραφομανείς πληθ. μαρτυρείται το 1897 από τον Άγγελο Βλάχο στην εφημερίδα… … Dictionary of Greek
ερωμανής — ές (AM ἐρωμανής, ές) ο ερωτομανής («ἐρωμανῆ... διάθεσιν πρὸς τὸ μειράκιον», Διόδ.) αρχ. αυτός που διεγείρει τον έρωτα («ἐρωμανῆ φίλτρα», Ορφ.). επίρρ... ἐρωμανῶς μσν. με μανία, με σφοδρή επιθυμία. [ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. ερωτής ονομ. του έρω ς + μανής… … Dictionary of Greek
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θεομανία — η (Α θεομανία) [θεομανής] (νεοελλ. 1. η κατάσταση τού θεομανούς 2. η θεϊκή έμπνευση, η θεοληψία αρχ. μανία σταλμένη από τους θεούς … Dictionary of Greek
θεόργητος — θεόργητος, ον (Α) θεομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + όργητος (< οργος < οργή κατά τα άνοος > ανόητος, πρβλ. βαρυ όργητος, δυσ όργητος] … Dictionary of Greek